- διακυμαίνω
- (αόρ. διεκύμανα) μετ. вызывать волнение, вздымать волны; волновать, колыхать (море);1) — колыхаться, качаться; — колебаться (тж. перен. )
διακυμαίνομαι
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
διακυμαίνομαι
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
διακυμαίνω — διακυμάνθηκα 1. προκαλώ αυξομείωση, κυματοειδή κίνηση. 2. αμετβ., διακυμαίνομαι αυξομειώνομαι, ανεβοκατεβαίνω: Η τιμή των μήλων διακυμαίνεται σύμφωνα με την παραγωγή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διακυμαινόμεθα — διακῡμαινόμεθα , διακυμαίνω raise into waves pres ind mp 1st pl διακῡμαινόμεθα , διακυμαίνω raise into waves imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διακυμαίνει — διακῡμαίνει , διακυμαίνω raise into waves pres ind mp 2nd sg διακῡμαίνει , διακυμαίνω raise into waves pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διακυμαίνομαι — (Α διακυμαίνω) νεοελλ. αυξομειώνομαι, ανεβοκατεβαίνω αρχ. 1. σηκώνω κύματα 2. εξεγείρω … Dictionary of Greek
διακύμανση — η 1. κυματοειδής κίνηση, μεταβλητότητα 2. αυξομείωση 3. διαμόρφωση 4. μεταβολή ενός φυσικού μεγέθους γύρω από τη μέση τιμή του. [ΕΤΥΜΟΛ. < διακυμαίνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1880 στον Ιω. Καμπούρογλου] … Dictionary of Greek
διακυμαινέτω — διακῡμαινέτω , διακυμαίνω raise into waves pres imperat act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διακυμαίνειν — διακῡμαίνειν , διακυμαίνω raise into waves pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διακυμαίνεται — διακῡμαίνεται , διακυμαίνω raise into waves pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διακυμαίνοντες — διακῡμαίνοντες , διακυμαίνω raise into waves pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διακυμαίνοντος — διακῡμαίνοντος , διακυμαίνω raise into waves pres part act masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διακυμαίνων — διακῡμαίνων , διακυμαίνω raise into waves pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)